Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

είμαστε είκοσι

  • 1 επάνω

    1. επίρρ. I
    1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;

    εκεί επάνω — там наверху;

    εδώ επάνω — здесь наверху;

    ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;

    σήκω επάνω — вставай, поднимайся;

    2) на (ком-л.); при (ком-л.);

    επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;

    ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;

    τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;

    τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;

    βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;

    δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;

    3) против, на;

    επάνω μας — на нас, против нас;

    επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;

    II με π ров.
    1):

    επάνω σε — а) на;

    επάνω στο τραπέζι — на столе;

    επάνω στο δέντρο — на дереве;

    τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;

    επάνω στο δρόμο — на улице;

    б) в момент, во время;

    ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;

    επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;

    επάνω στη δουλειά μου — во время работы;

    επάνω στην ώώρα — вовремя; — в) против;

    πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;

    2):

    επάνω από — а) сверх, более; — выше;

    επάνω από χίλιοι — более тысячи;

    επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;

    επάνω από τη ρίζα — выше корня;

    επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;

    επάνω από το τραπέζι — над столом;

    3):

    κατ' επάνω — против;

    ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;

    III με αντων.:

    επάνω πού — в тот момент, когда;

    επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;

    επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;

    IV με σύνδ.
    1):

    έως ( — или ως) επάνω — доверху;

    γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;

    2):

    κι' επάνω — выше; — более;

    τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;

    εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;

    τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;

    § επάνω - επάνω а) слегка;

    б) поверхностно;

    του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;

    επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;

    είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;

    είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;

    παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;

    πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;

    η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;

    τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;

    πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;

    τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);

    τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;

    2. επίθ. άκλ. верхний;

    τό επάνω μέρος — верхняя часть;

    τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;

    οι επάνω — живущие на верхнем этаже;

    ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;

    § τό επάνω επάνωверхний слой (масла,.молока, супа)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επάνω

  • 2 лета

    лета мн. τα χρόνια (годы)' η ηλικία (возраст)' мне двадцать лет είμαι είκοσι χρονών· мы одних лет είμαστε συνομήλικοι* сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; человек средних лет о μεσήλικας· на старости лет στα γεράματα
    * * *
    мн.
    τα χρόνια ( годы); η ηλικία ( возраст)

    мне два́дцать лет — είμαι είκοσι χρονών

    мы одни́х лет — είμαστε συνομήλικοι

    ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε

    челове́к сре́дних лет — ο μεσήλικας

    на ста́рости лет — στα γεράματα

    Русско-греческий словарь > лета

  • 3 ελάχιστο(ν)

    το минимальная величина, минимальный размер;

    μειώνομαι εις το ελάχιστο(ν) — сокращаться до минимальных размеров;

    επ' ελάχιστο(ν) — в течение короткого времени, за короткий срок;

    κατ' ελάχιστο(ν) — ничуть, нисколько;

    τό ελάχιστο(ν) — или τουλάχιστον — по крайней мере, как минимум; — хотя бы;

    θα είμαστε τουλάχιστον είκοσι άτομα нас будет минимум 20 человек;
    πες μου τουλάχιστον πότε θα επιστρέψεις скажи мне, по крайней мере, когда ты вернёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελάχιστο(ν)

  • 4 ελάχιστο(ν)

    το минимальная величина, минимальный размер;

    μειώνομαι εις το ελάχιστο(ν) — сокращаться до минимальных размеров;

    επ' ελάχιστο(ν) — в течение короткого времени, за короткий срок;

    κατ' ελάχιστο(ν) — ничуть, нисколько;

    τό ελάχιστο(ν) — или τουλάχιστον — по крайней мере, как минимум; — хотя бы;

    θα είμαστε τουλάχιστον είκοσι άτομα нас будет минимум 20 человек;
    πες μου τουλάχιστον πότε θα επιστρέψεις скажи мне, по крайней мере, когда ты вернёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελάχιστο(ν)

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • εικοσ(ι)πενταριά — η σύνολο είκοσι πέντε όμοιων μονάδων (συνήθως με το μια ή καμιά): Είμαστε καμιά εικοσιπενταριά (περίπου είκοσι πέντε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • εικοσαριά — η εικοσάδα (συνήθως με το μια ή καμιά): Είμαστε καμιά εικοσαριά (περίπου είκοσι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»